Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παιδὶ καλῷ

См. также в других словарях:

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • φωνάζω — ΝΜ, και στον Ερωτόκρ. φωνιάζω Ν εκβάλλω ισχυρή φωνή, κραυγάζω νεοελλ. 1. λέω κάτι με δυνατή φωνή, μιλώ μεγαλόφωνα («μού φώναξε να πάω κοντά του») 2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα («βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα το παιδί») 3. προσκαλώ («αν και είναι… …   Dictionary of Greek

  • δειπνώ — και δειπνάω (AM δειπνῶ, έω) [δείπνον] 1. τρώγω βραδινό (α. «στρώσε μας να δειπνήσουμε και πλάγιασε, παιδί μου», Αρ. Βαλαωρ. β. ἐδείπνησα μὲ τοὺς ἐμοὺς φίλους καὶ συγγενεῑς μου γ. «ἔπεσα εἰς ὕπνον, φίλε μου...» Λίβιστρος και Ροδ. δ. «ὁ δέ… …   Dictionary of Greek

  • παιδεύω — (ΑΜ παιδεύω) 1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω 2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.) 3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ …   Dictionary of Greek

  • υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… …   Dictionary of Greek

  • ονομάζω — ονόμασα, ονομάστηκα, ονομασμένος 1. δίνω όνομα σε κάποιον, ονοματίζω: Το παιδί το ονόμασα Γιώργο. 2. καλώ κάποιον με τ όνομά του, προσφωνώ, κατονομάζω. 3. χαρακτηρίζω: Τον ονόμασαν κλέφτη στο χωριό. 4. δίνω τίτλο σε κάποιον, διορίζω: Σήμερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»